εξάκλωνος

εξάκλωνος
-η, -ο
1. που έχει έξι κλώνους (βλαστούς).
2. που αποτελείται από έξι νήματα (κλωστές), που κλώστηκε με έξι νήματα: Εξάκλωνη κλωστή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξάκλωνος — η, ο 1. αυτός που έχει έξι κλώνους, βλαστούς 2. αυτός που αποτελείται από έξι νήματα («εξάκλωνη κλωστή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξα < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + κλώνος] …   Dictionary of Greek

  • εξάμιτος — η, ο (AM ἑξάμιτος, ον) 1. ο υφασμένος με έξι μίτους, με έξι κλωστές, ο εξάκλωνος 2. το ουδ. ως ουσ. το έξάμιτο είδος υφάσματος υφασμένο με έξι μίτους, με έξι κλωστές (πρβλ. δίμιτο). [ΕΤΥΜΟΛ. < έξι + μίτος] …   Dictionary of Greek

  • κλώνος — Βλ. λ. κλάδος. * * * ὁ (AM κλών, ωνός, Μ και κλώνος) κλάδος, κλωνάρι («οὔπω χοάς ποτ οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης», Ευρ.) νεοελλ. βιολ. πληθυσμός γενετικά ταυτόσημων πολυκύτταρων ή μονοκύτταρων οργανισμών που προήλθε αρχικά από ένα μόνο άτομο με αγενείς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”